Κώστας Λούστας. Ζωγραφίζοντας τον κόσμο από την αρχή
Όσοι δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν τον Κώστα Λούστα εν ζωή (1933-2014), μια πρώτη εικόνα για τον ίδιο και το καλλιτεχνικό του πιστεύω θα μπορούσαν να σχηματίσουν μέσα από τον δικό του λόγο: «Ο μεγάλος καημός ήταν εκεί [στη Φλώρινα, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια], επειδή ήταν ο καημός ο αρχικός. […] Τους συμμαθητές μου δεν ήθελα να τους βλέπω, τον κόσμο εκείνο που μια ολόκληρη ζωή με κορόιδευε ή για τα μαλλιά μου ή για τη συμπεριφορά μου ή για τα πανταλόνια μου ή για τη μαθητεία μου ακόμη, δεν με ήθελε κανένας, ούτε να φάμε μαζί ούτε να συζητήσουμε, με κοιτούσαν έξω και άλλαζαν πορεία[…]. Είχα τη μουσική μου, είχα τα βιβλία μου, είχα τη μοναξιά μου […] η φύση μού χάιδευε, μου ομόρφυνε τη μοναξιά μου και με βοήθησε […]. Μόλις είδα [το καρνάγιο της Αρετσούς] έκανα ‘α’ και στο ‘α’ άρχισα να κλαίω […]. Έκανα εξήντα έργα. […] Με το υγρό στοιχείο έχω άμεση σχέση, έρωτα έχω.[…] Τα κόκκινα, τα μπλε, τα κίτρινα μέσα στην αυλή του λιμανιού [της Θεσσαλονίκης][…]. Υπήρχε μια ταύτιση, μια συνομιλία με το βαπόρι, με τη γη, με το λιμάνι, με το βαρέλι.[…] Βιάζομαι να μάθω γιατί δεν μου λέει το δέντρο όλη την αλήθεια». (Αποσπάσματα από τη συνέντευξή του στον Βασίλη Ιωαννίδη το καλοκαίρι του 2012, δημοσιευμένη στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις, τεύχ. 19/42, σ. 108-115)
Αυτοπεριγράφεται ένας προικισμένος όσο και ιδιόρρυθμος νέος, που αγαπάει τη μικρή επαρχιακή πόλη του, αλλά δεν νιώθει αποδεκτός από τον συντηρητικό περίγυρό του και γι’ αυτό φεύγει όσο πιο μακριά μπορεί: στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική, στη Νέα Υόρκη για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του απέναντι σε ένα κοινό δύσκολο, από τα πιο απαιτητικά του πλανήτη, στη Θεσσαλονίκη για να εγκατασταθεί μόνιμα και να στήσει οικογένεια. Αυτές ήταν οι μεγάλες του επιλογές. Υπήρξαν όμως και άλλες, λιγότερο εντυπωσιακές, αλλά αποφασιστικής σημασίας: οι αποδράσεις του στη φύση και ιδιαίτερα οι περιπλανήσεις του στις ερημιές της Χαλκιδικής, το επίμονο δέσιμό του με το καρνάγιο της Αρετσούς, η λαχτάρα του για τη μουσική, την ποίηση, το διάβασμα, και η σταθερή καταφυγή του στη μοναξιά. Ο Λούστας, νομίζω, είχε τη στόφα ρομαντικού ζωγράφου του 19ου αιώνα, χωρίς όμως να χάνει ούτε στιγμή την εγρήγορση του καλλιτέχνη της εποχής του: πληθωρική αίσθηση της ζωής, παρά την εύθραυστη υγεία του, διάθεση για διαρκή και γόνιμη σύγκρουση τόσο με τον εαυτό του όσο και με το περιβάλλον, πικρή αλλά δημιουργική μελαγχολία, τάση αναζήτησης του καινούριου και συχνά υπέρβασης των ορίων, αγώνας για ταύτιση με το αντικείμενο της ζωγραφικής του, βίωση της μοναδικότητας της στιγμής, νιότη ως το τέλος.
Πώς όμως όλα αυτά μεταφράζονται σε ζωγραφική; Πριν από όλα, με το ενδιαφέρον για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: τοπιογραφία/θαλασσογραφία, πορτρέτο, νεκρή φύση, γυμνό, ηθογραφικές σκηνές, σε συνδυασμό με τη διόλου τυχαία προτίμηση στο χάρντμπορντ αντί του καμβά στο μεγάλο μέρος του έργου του, με εξαίρεση τις ακουαρέλες και τα σχέδια. Ήθελε η ζωγραφική επιφάνεια να είναι σκληρή, να προβάλλει αντίσταση, να απορροφά και να επιστρέφει την ενέργεια της καλλιτεχνικής του χειρονομίας, έτσι που η σύντηξη της εξωτερικής και εσωτερικής, ψυχικής πραγματικότητας επάνω της να μη γίνεται ανώδυνα. Όσοι είχαμε την τύχη να ποζάρουμε για τον Λούστα το 1993 σε εκείνη τη σειρά-άθλο «80+1 πορτρέτα προσωπικοτήτων της Θεσσαλονίκης» γνωρίζουμε καλά τι κόστιζε σε σωματική και ψυχική ανάλωση η εναγώνια προσπάθειά του να συντρίψει το εξωτερικό κέλυφος της φυσικής μας παρουσίας και, παρακάμπτοντας τον σκόπελο της ομοιότητας, να εντοπίσει με βαθιά ενσυναίσθηση άδηλες πτυχές της ύπαρξής μας, να αποδεσμεύσει δυνάμεις και αδυναμίες άγνωστες ίσως και σε εμάς τους ίδιους. Το δυνατό, νευρικό χτύπημα του πινέλου συνόψιζε την πυρετική εμπλοκή όλων των μελών του σώματος (action painting), τις συσπάσεις του προσώπου και τους ακατάληπτους μονολόγους του. Ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία.
Ο μορφοπλαστικός προσανατολισμός του Λούστα είναι καθαρά εξπρεσιονιστικός. Στον πυρήνα του επικρατεί η βούληση για προβολή του υποκειμένου πάνω στην αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτό υλοποιείται με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Οι γραμμές αποβάλλουν τη γεωμετρική ιδιότητα του περιγράμματος και, άλλοτε έντονες άλλοτε μισοσβησμένες, περισσότερο υποδηλώνουν παρά περικλείουν σχήματα, χαράσσοντας ταυτόχρονα άξονες κίνησης του βλέμματος. Το χρώμα, αλλού πηχτό, impasto, αλλού στρωτό, σχεδόν διάφανο, χρησιμοποιείται όχι για να παραπέμψει άμεσα στα ορώμενα αλλά για να τα μετουσιώσει. Έτσι, για παράδειγμα, το κόκκινο της στέγης ενός σπιτιού στη Φλώρινα, αφού τα περιγράμματα έχουν ήδη διαβρωθεί από το γκριζογάλανο του ουρανού, μεταστοιχειώνεται σε φλογισμένο μάγμα που η λάμψη του διαχέεται σε ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια, Το φως συμμετέχει με άκρα οικονομία, διάσπαρτο, σαν μικρά σημεία στίξης από λευκό χρώμα. Οι φόρμες διασπώνται, αλληλοδιεισδύουν, συγχωνεύονται, αλληλοσυγκρούονται, πιστοποιώντας την αέναη ροή των φαινομένων και παρατείνοντας την εντύπωση της στιγμής σε έναν ενεστώτα διαρκείας, χωρίς όμως να εγγράφεται το έργο του στην εκφραστική του Εμπρεσιονισμού. Ο χώρος, τέλος, στη δισδιάστατη εκδοχή του, δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμος ούτε πρακτικά προσβάσιμος, αλλά προσωπικά βιωμένος και τελικά άβατος χωρίς τη δική μας ψυχική σύμπραξη. Αυτή επιδιώκεται σταθερά καθώς ο Λούστας έμμεσα μας αποκαλύπτει το πώς ζωγραφίζει . Πώς έχει επιλέξει να αναμείξει τα χρώματα, με πόση πίεση και με τι ρυθμό –άρα και σε πόσο χρόνο- έχει σύρει το πινέλο, γιατί έχει παραμορφώσει ένα αντικείμενο. Χωρίς να αδιαφορεί για το αποτέλεσμα, καταξιώνει και τη διαδικασία, γιατί θέλει η τριγωνική σχέση καλλιτέχνης-έργο-θεατής να είναι ουσιαστική. Ακολουθώντας την προτροπή του δασκάλου του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Γιάννη Μόραλη: «Μη σταματήσεις εκεί που βρίσκεσαι και αφήσεις ανεκμετάλλευτη την πολύτιμη πρώτη ύλη που διαθέτεις», ο Κώστας Λούστας εργάστηκε όσο λίγοι για να μας χαρίσει μέσα από τα χιλιάδες έργα του, εικόνες ενός κόσμου «αναπαρθενευμένου».
Οκτώβριος 2023
Άλκης Χαραλαμπίδης
Ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Α.Π.Θ.